-
1 μουσική
A any art over which the Muses presided, esp. poetry sung to music, Pi.O.1.15, Hdt.6.129;μουσικῆς ἀγών Th.3.104
, cf. IG12.84.16, etc.;ποίησις ἡ κατὰ μουσικήν Pl.Smp. 196e
, cf. 205c; τίς ἡ τέχνη, ἧς τὸ κιθαρίζειν καὶ τὸ ᾄδειν καὶ τὸ ἐμβαίνειν ὀρθῶς; Answ.μουσικήν μοι δοκεῖς λέγειν Id.Alc.1.108d
.2 = ἀγὼν μουσικῆς, IG 12(9).189.8 (Eretria, iv B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μουσική
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский